FAQs About the word uprooter

ξεριζωτής

a person who destroys or ruins or lays waste to

απόσπασμα,μαδάω,ανασηκώνω,τραβώ,yank,βραβείο,αφαιρώ,(εκρίζω),take away,Σκίζω (έξω)

εισαγωγή,εγκαθιστώ,εμφυσώ,εμφύτευμα,στοιβάζω,μαρμελάδα,κριός,πράγματα,σφήνα

uproot => εκριζώνω, uproll => δεν βρέθηκε, uproariously => παταγωδώς, uproarious => θορυβώδης, uproar => αναταραχή,