Greek Meaning of turgidly
οιδηματωδώς
Other Greek words related to οιδηματωδώς
Nearest Words of turgidly
Definitions and Meaning of turgidly in English
turgidly (r)
in a turgid manner
FAQs About the word turgidly
οιδηματωδώς
in a turgid manner
πρησμένος,φουσκωμένος,φυσήθηκε,Διατεταμένος,υπερβολικός,φουσκωμένος,οιδηματώδης,Κιρσοί,μπαλόνι,αεροστατική
κατέρρευσε,ξεφούσκωτος,αποσυμφορητικό
turgidity => οίδημα, turgid => Ογκώδης, turgescing => διογκούμενος, turgescent => διογκωμένος, turgescency => οίδημα,