FAQs About the word transgender

τρανσέξουαλ

involving a partial or full reversal of gender

Εναλλαγή φύλων,Μεταμφυτευόμενος/η,τρανσέξουαλ,Αμφιφυλόφιλος,ανδρόγυνος,αμφιφυλόφιλος, -η,,λεσβία,Ασεξουαλικό,άφυλος

θηλυκός,αρσενικός,με βάση το φύλο

transfusive => Μεταγγιστικός, transfusion reaction => Αντίδραση μετάγγισης, transfusion => μετάγγιση, transfusing => μετάγγιση, transfusible => μετάγγιση,