FAQs About the word transfusive

Μεταγγιστικός

Tending to transfuse; having power to transfuse.

No synonyms found.

No antonyms found.

transfusion reaction => Αντίδραση μετάγγισης, transfusion => μετάγγιση, transfusing => μετάγγιση, transfusible => μετάγγιση, transfused => μεταγγιζόμενoς,