Greek Meaning of townhouse

Πολυκατοικία

Other Greek words related to Πολυκατοικία

Definitions and Meaning of townhouse in English

Webster

townhouse (n.)

A building devoted to the public used of a town; a townhall.

FAQs About the word townhouse

Πολυκατοικία

A building devoted to the public used of a town; a townhall.

Κกระทα,Αρχοντικό,Αγρόκτημα,Ράντζο,μονοκατοικία,Διαμερισμένος σε επίπεδα,πολυκατοικία,μπανγκαλόου,Καμπίνα,κάστρο

No antonyms found.

townhall => Δημαρχείο, townes => πόλεις, towner => αστός, townee => χωρικός, towned => αστικός,