Greek Meaning of thrumming
βουίζοντας
Other Greek words related to βουίζοντας
Nearest Words of thrumming
Definitions and Meaning of thrumming in English
thrumming (p. pr. & vb. n.)
of Thrum
FAQs About the word thrumming
βουίζοντας
of Thrum
σφύριγμα,βόμβος,γογγύζοντας,γουργούρισμα,στεναγμός,βουητό,ψίθυρος,αποκοπή,βόμβος,γουργούρισμα
No antonyms found.
thrummed => βούιζε, thrum-eyed => με εξέχοντα μάτια, thrum => βουητό, thru => μέσα από, throw-weight => βάρος βολής,