Greek Meaning of thoracic medicine
Θωρακική Ιατρική
Other Greek words related to Θωρακική Ιατρική
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of thoracic medicine
- thoracic nerve => Θωρακικός Νευρικός Κλάδος
- thoracic outlet syndrome => Σύνδρομο θωρακικού στομίου
- thoracic vein => θωρακική φλέβα
- thoracic vertebra => Θωρακικός σπόνδυλος
- thoracica => θωρακική
- thoracocentesis => Παρακέντηση θώρακος
- thoracoepigastric vein => Φλέβα θωρακοεπιγαστρική
- thoracometer => θωρακομέτρη
- thoracoplasty => Θωρακοπλαστική
- thoracostraca => Θωρακόστρακα
Definitions and Meaning of thoracic medicine in English
thoracic medicine (n)
the branch of medicine that deals with the diagnosis and treatment of diseases of the chest
FAQs About the word thoracic medicine
Θωρακική Ιατρική
the branch of medicine that deals with the diagnosis and treatment of diseases of the chest
No synonyms found.
No antonyms found.
thoracic duct => Θωρακικός πόρος, thoracic cavity => Θωρακική κοιλότητα, thoracic aorta => Θωρακική αορτή, thoracic actinomycosis => Θωρακική ακτινομύκηση, thoracic => θωρακικός,