Greek Meaning of thoracic actinomycosis
Θωρακική ακτινομύκηση
Other Greek words related to Θωρακική ακτινομύκηση
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of thoracic actinomycosis
- thoracic aorta => Θωρακική αορτή
- thoracic cavity => Θωρακική κοιλότητα
- thoracic duct => Θωρακικός πόρος
- thoracic medicine => Θωρακική Ιατρική
- thoracic nerve => Θωρακικός Νευρικός Κλάδος
- thoracic outlet syndrome => Σύνδρομο θωρακικού στομίου
- thoracic vein => θωρακική φλέβα
- thoracic vertebra => Θωρακικός σπόνδυλος
- thoracica => θωρακική
- thoracocentesis => Παρακέντηση θώρακος
Definitions and Meaning of thoracic actinomycosis in English
thoracic actinomycosis (n)
a serious form of actinomycosis that affects the chest
FAQs About the word thoracic actinomycosis
Θωρακική ακτινομύκηση
a serious form of actinomycosis that affects the chest
No synonyms found.
No antonyms found.
thoracic => θωρακικός, thoracentesis => Θωρακοκέντηση, thor hyerdahl => Θορ Χέιερνταλ, thor => Θωρ, thooid => Θόλος,