Greek Meaning of thooid
Θόλος
Other Greek words related to Θόλος
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of thooid
- thong => Τανγκα
- thomson's gazelle => Γαζέλα του Τόμσον
- thomsonite => Θομσονίτης
- thomsonianism => Θωμσονιανισμός
- thomsonian => thomsonιακός
- thomson process => Διεργασία Τόμσον
- thomson => Τόμσον
- thomsen's disease => Νόσος του Τόμσεν
- thomsenolite => Θόμσονίτης
- thompson submachine gun => πολυβόλο Thompson
- thor => Θωρ
- thor hyerdahl => Θορ Χέιερνταλ
- thoracentesis => Θωρακοκέντηση
- thoracic => θωρακικός
- thoracic actinomycosis => Θωρακική ακτινομύκηση
- thoracic aorta => Θωρακική αορτή
- thoracic cavity => Θωρακική κοιλότητα
- thoracic duct => Θωρακικός πόρος
- thoracic medicine => Θωρακική Ιατρική
- thoracic nerve => Θωρακικός Νευρικός Κλάδος
Definitions and Meaning of thooid in English
thooid (a.)
Of or pertaining to a group of carnivores, including the wovels and the dogs.
FAQs About the word thooid
Θόλος
Of or pertaining to a group of carnivores, including the wovels and the dogs.
No synonyms found.
No antonyms found.
thong => Τανγκα, thomson's gazelle => Γαζέλα του Τόμσον, thomsonite => Θομσονίτης, thomsonianism => Θωμσονιανισμός, thomsonian => thomsonιακός,