Greek Meaning of thoracic outlet syndrome
Σύνδρομο θωρακικού στομίου
Other Greek words related to Σύνδρομο θωρακικού στομίου
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of thoracic outlet syndrome
- thoracic nerve => Θωρακικός Νευρικός Κλάδος
- thoracic medicine => Θωρακική Ιατρική
- thoracic duct => Θωρακικός πόρος
- thoracic cavity => Θωρακική κοιλότητα
- thoracic aorta => Θωρακική αορτή
- thoracic actinomycosis => Θωρακική ακτινομύκηση
- thoracic => θωρακικός
- thoracentesis => Θωρακοκέντηση
- thor hyerdahl => Θορ Χέιερνταλ
- thor => Θωρ
- thoracic vein => θωρακική φλέβα
- thoracic vertebra => Θωρακικός σπόνδυλος
- thoracica => θωρακική
- thoracocentesis => Παρακέντηση θώρακος
- thoracoepigastric vein => Φλέβα θωρακοεπιγαστρική
- thoracometer => θωρακομέτρη
- thoracoplasty => Θωρακοπλαστική
- thoracostraca => Θωρακόστρακα
- thoracotomy => θωρακοτομία
- thoral => Γαμήλιος
Definitions and Meaning of thoracic outlet syndrome in English
thoracic outlet syndrome (n)
tingling sensations in the fingers; caused by compression on a nerve supplying the arm
FAQs About the word thoracic outlet syndrome
Σύνδρομο θωρακικού στομίου
tingling sensations in the fingers; caused by compression on a nerve supplying the arm
No synonyms found.
No antonyms found.
thoracic nerve => Θωρακικός Νευρικός Κλάδος, thoracic medicine => Θωρακική Ιατρική, thoracic duct => Θωρακικός πόρος, thoracic cavity => Θωρακική κοιλότητα, thoracic aorta => Θωρακική αορτή,