Greek Meaning of swayer
Λίκνο
Other Greek words related to Λίκνο
Nearest Words of swayer
Definitions and Meaning of swayer in English
swayer (n)
a person who rules or commands
FAQs About the word swayer
Λίκνο
a person who rules or commands
αποτέλεσμα,επίδραση,επιρροή,αυθεντία,επιρροή,εντολή,συνέπεια,κυριαρχία,περιοχή,σημασία
αδυναμία,ανικανότητα,αδυναμία
swaybacked => Κυρτωμένος, swayback => καµπούρης, sway bar => Σταθεροποιητική ράβδος, sway => ταλάντευση, swatter => μυγοσκοτώστρα,