FAQs About the word swayer

Λίκνο

a person who rules or commands

αποτέλεσμα,επίδραση,επιρροή,αυθεντία,επιρροή,εντολή,συνέπεια,κυριαρχία,περιοχή,σημασία

αδυναμία,ανικανότητα,αδυναμία

swaybacked => Κυρτωμένος, swayback => καµπούρης, sway bar => Σταθεροποιητική ράβδος, sway => ταλάντευση, swatter => μυγοσκοτώστρα,