Greek Meaning of swear off
Ορκίζομαι να εγκαταλείψω
Other Greek words related to Ορκίζομαι να εγκαταλείψω
Nearest Words of swear off
Definitions and Meaning of swear off in English
swear off (v)
promise to abstain from
FAQs About the word swear off
Ορκίζομαι να εγκαταλείψω
promise to abstain from
βλασφημώ,Κατάρα,βρίζω,διάολε,ράγα,φλυαρία,αφορίζω,Μπερδεύω,καταριέμαι,φουλμινάτο
No antonyms found.
swear in => ορκίζω, swear => ορκίζω, swbw => swbw, swbs => swbs, swaziland monetary unit => Νομισματική μονάδα του Σουαζιλάντ,