Greek Meaning of surveilled
παρακολουθούμενος
Other Greek words related to παρακολουθούμενος
Nearest Words of surveilled
Definitions and Meaning of surveilled in English
surveilled
to subject to surveillance
FAQs About the word surveilled
παρακολουθούμενος
to subject to surveillance
παρακολουθούμενος,κατασκοπευμένη,υπό παρακολούθηση,άκουσε,ρίχνω μια ματιά,πατημένος,παρακολουθούσε κρυφά,παρακολούθησε,άκουσε,άκουσε
No antonyms found.
surveillants => επιτηρητές, surveillant => επιτηρητής, surtaxes => επιβαρύνσεις, surrogates => παρένθετες μητέρες, surreys => Σάρρεϊ,