Greek Meaning of suppressive
καταπιεστικός
Other Greek words related to καταπιεστικός
Nearest Words of suppressive
Definitions and Meaning of suppressive in English
suppressive (s)
tending to suppress
FAQs About the word suppressive
καταπιεστικός
tending to suppress
λογοκριτής,κάλυμμα (πάνω),Σώπα,σιωπή,πνίγω,Μπέρκ,Θρύλος,ακυρώσω,καταπιέζω,πνίγω
αποκαλύπτω,αποκαλύπτω,εκθέτω,αποκαλύπτω,εμφανίζομαι,λέω,αποκαλύπτουν,ξεσκεπάζω,μετάδοση,κυκλοφορεί
suppression => καταστολή, suppresser gene => γονίδιο καταστολής, suppresser => καταστολέας, suppressed => καταπιεσμένη, suppressant => κατασταλτικό,