Greek Meaning of superstition

Δεισιδαιμονία

Other Greek words related to Δεισιδαιμονία

Definitions and Meaning of superstition in English

Wordnet

superstition (n)

an irrational belief arising from ignorance or fear

FAQs About the word superstition

Δεισιδαιμονία

an irrational belief arising from ignorance or fear

σφάλμα,μύθος,Παραίσθηση,Ψευδογεγονός,παραλογισμός,ψεύδος,αναλήθεια,φαντασία,ψευδαίσθηση,ψευδαίσθηση

αλήθεια,αλήθεια

superstar => Σούπερ σταρ, supersonic => Υπερηχητικός, superslasher => σούπερ σλάσερ, supersession => παρέκκλιση, supersensitized => υπερευαίσθητος,