Greek Meaning of structural sociology
Διαρθρωτική κοινωνιολογία
Other Greek words related to Διαρθρωτική κοινωνιολογία
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of structural sociology
- structural shape => Δομική μορφή
- structural member => δομικό στοιχείο
- structural linguistics => Διαρθρωτική γλωσσολογία
- structural iron => δομικός χάλυβας
- structural genomics => Δομική Γονιδιωματική
- structural gene => Γενικό δομικό
- structural formula => Δομικός τύπος
- structural anthropology => δομική ανθρωπολογία
- structural => δομικός
- struck => χτύπησε
Definitions and Meaning of structural sociology in English
structural sociology (n)
a sociological theory based on the premise that society comes before individuals
FAQs About the word structural sociology
Διαρθρωτική κοινωνιολογία
a sociological theory based on the premise that society comes before individuals
No synonyms found.
No antonyms found.
structural shape => Δομική μορφή, structural member => δομικό στοιχείο, structural linguistics => Διαρθρωτική γλωσσολογία, structural iron => δομικός χάλυβας, structural genomics => Δομική Γονιδιωματική,