Greek Meaning of structural member
δομικό στοιχείο
Other Greek words related to δομικό στοιχείο
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of structural member
- structural linguistics => Διαρθρωτική γλωσσολογία
- structural iron => δομικός χάλυβας
- structural genomics => Δομική Γονιδιωματική
- structural gene => Γενικό δομικό
- structural formula => Δομικός τύπος
- structural anthropology => δομική ανθρωπολογία
- structural => δομικός
- struck => χτύπησε
- stroppy => γκρινιάρης
- strophe => στροφή
Definitions and Meaning of structural member in English
structural member (n)
support that is a constituent part of any structure or building
FAQs About the word structural member
δομικό στοιχείο
support that is a constituent part of any structure or building
No synonyms found.
No antonyms found.
structural linguistics => Διαρθρωτική γλωσσολογία, structural iron => δομικός χάλυβας, structural genomics => Δομική Γονιδιωματική, structural gene => Γενικό δομικό, structural formula => Δομικός τύπος,