Greek Meaning of structural gene
Γενικό δομικό
Other Greek words related to Γενικό δομικό
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of structural gene
- structural formula => Δομικός τύπος
- structural anthropology => δομική ανθρωπολογία
- structural => δομικός
- struck => χτύπησε
- stroppy => γκρινιάρης
- strophe => στροφή
- strophariaceae => Στροφαριακές
- stropharia rugoso-annulata => Stropharia rugosoannulata
- stropharia hornemannii => Stropharia hornemannii
- stropharia ambigua => Stropharia ambigua
- structural genomics => Δομική Γονιδιωματική
- structural iron => δομικός χάλυβας
- structural linguistics => Διαρθρωτική γλωσσολογία
- structural member => δομικό στοιχείο
- structural shape => Δομική μορφή
- structural sociology => Διαρθρωτική κοινωνιολογία
- structural steel => Χάλυβας κατασκευής
- structuralism => δομισμός
- structurally => δομικά
- structure => Δομή
Definitions and Meaning of structural gene in English
structural gene (n)
a gene that controls the production of a specific protein or peptide
FAQs About the word structural gene
Γενικό δομικό
a gene that controls the production of a specific protein or peptide
No synonyms found.
No antonyms found.
structural formula => Δομικός τύπος, structural anthropology => δομική ανθρωπολογία, structural => δομικός, struck => χτύπησε, stroppy => γκρινιάρης,