Greek Meaning of sternutative
πταρτικό
Other Greek words related to πταρτικό
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of sternutative
- sternutation => φτέρνισμα
- sternum => Στέρνο
- sternpost => Πρύμνα
- sternotherus => Στερνόθερος
- sternocleidomastoid vein => Φλέβα στερνοκλειδομαστοειδούς
- sternocleidomastoid muscle => Στερνοκλειδομαστοειδής μυς
- sternocleidomastoid => Στερνοκλειδομαστοειδής
- sternocleido mastoideus => Κεφαλοβραχιόνιος μυς
- sternness => αυστηρότητα
- sternly => αυστηρά
Definitions and Meaning of sternutative in English
sternutative (s)
causing sneezing
FAQs About the word sternutative
πταρτικό
causing sneezing
No synonyms found.
No antonyms found.
sternutation => φτέρνισμα, sternum => Στέρνο, sternpost => Πρύμνα, sternotherus => Στερνόθερος, sternocleidomastoid vein => Φλέβα στερνοκλειδομαστοειδούς,