FAQs About the word steroid hormone

Στεροειδής ορμόνη

any hormone affecting the development and growth of sex organs

No synonyms found.

No antonyms found.

steroid => στεροειδή, sternwheeler => Ατμόπλοιο με τροχούς στην πρύμνη, sternutatory => φτέρνισμα, sternutator => πταρνιστικό, sternutative => πταρτικό,