FAQs About the word sternwheeler

Ατμόπλοιο με τροχούς στην πρύμνη

a paddle steamer having the paddle wheel in the stern

No synonyms found.

No antonyms found.

sternutatory => φτέρνισμα, sternutator => πταρνιστικό, sternutative => πταρτικό, sternutation => φτέρνισμα, sternum => Στέρνο,