Greek Meaning of sternwheeler
Ατμόπλοιο με τροχούς στην πρύμνη
Other Greek words related to Ατμόπλοιο με τροχούς στην πρύμνη
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of sternwheeler
- sternutatory => φτέρνισμα
- sternutator => πταρνιστικό
- sternutative => πταρτικό
- sternutation => φτέρνισμα
- sternum => Στέρνο
- sternpost => Πρύμνα
- sternotherus => Στερνόθερος
- sternocleidomastoid vein => Φλέβα στερνοκλειδομαστοειδούς
- sternocleidomastoid muscle => Στερνοκλειδομαστοειδής μυς
- sternocleidomastoid => Στερνοκλειδομαστοειδής
Definitions and Meaning of sternwheeler in English
sternwheeler (n)
a paddle steamer having the paddle wheel in the stern
FAQs About the word sternwheeler
Ατμόπλοιο με τροχούς στην πρύμνη
a paddle steamer having the paddle wheel in the stern
No synonyms found.
No antonyms found.
sternutatory => φτέρνισμα, sternutator => πταρνιστικό, sternutative => πταρτικό, sternutation => φτέρνισμα, sternum => Στέρνο,