FAQs About the word stepbrothers

ανάδοχοι αδελφοί

a son of one's stepparent by a former partner

αδελφοί,αδέρφια,ξαδέλφια,αδέλφια,αδελφές,θετές αδελφές,Πεθερικά,συγγενείς,συγγενείς,σχέσεις

Μη συγγενείς

step into => μπες μέσα, step down (from) => αποχωρήσει (από), step aside (from) => κάνω στην άκρη (από), step (on) => βήμα (σε), step (along) => βήμα (κατά μήκος),