Greek Meaning of speechlessly

άφωνος

Other Greek words related to άφωνος

Definitions and Meaning of speechlessly in English

Wordnet

speechlessly (r)

without speaking

FAQs About the word speechlessly

άφωνος

without speaking

σιωπηλός,μητέρα,βουβός,αглуτισμένος,άφωνος,Ξερός,άναρθρος,σουμπρός,άλαλος,άκοινωνήτος

αρθρωτός,κοινωτικός,εύγλωττος,μιλώντας,ομιλώντας,άπταιστα,φλύαρος,φλύαρος,ειλικρινά,κουβεντολόγος

speechless => άφωνος, speechify => ομιλία, speechifier => ομιλητής, speech-endowed => λόγιος, speech therapy => Λογοθεραπεία,