Greek Meaning of sneakingly

κρυφά

Other Greek words related to κρυφά

Definitions and Meaning of sneakingly in English

Wordnet

sneakingly (r)

in a sneaky manner

FAQs About the word sneakingly

κρυφά

in a sneaky manner

εξαπάτηση,κρυφός,σκιερός,πανούργος,ύπουλος,κρυφό,κρυφός,κοντά,κρυμμένος,πονηρός

ειλικρινής,άμεσο,ειλικρινής,ειλικρινής,ανοιχτό,απλός,απλός,καθαρά,ειλικρινής,ειλικρινής

sneaking => κλεφτό, sneakiness => ύπουλος, sneakily => κρυφά, sneaker => αθλητικό παπούτσι, sneak up => πλησιάζω κρυφά,