FAQs About the word sneakily

κρυφά

in a surreptitious manner

Κρυφά,κρυφά,κρυφά,κρυφά,υποκρυφίως,ύπουλα,κρυφά,συνεννοημένα,συνωμοτικός,μυστικός

δημόσια,ανοικτά

sneaker => αθλητικό παπούτσι, sneak up => πλησιάζω κρυφά, sneak thief => Κλεφτης, sneak preview => Προεπισκόπηση, sneak out => βγαίνω κρυφά,