FAQs About the word collusively

συνεννοημένα

the act or an instance of colluding, secret agreement or cooperation for an illegal or dishonest purpose, secret agreement or cooperation especially for an ille

κρυφά,συνωμοτικός,Κρυφά,υποκρυφίως,ύπουλα,κρυφά,εκτός οθόνης,Παρασκήνιο,κρυφά,κρυφά

δημόσια,ανοικτά

collusions => Συνωμοσίες, colluding => συνωμοτών, colluded => συνωμότησε, colloquiums => συνέδρια, colloquies => συνομιλίες,