FAQs About the word smelling (of)

Μυρίζοντας (από)

χαστούκι (από),δείχνοντας,αναφερόμενο,σηματοδότηση,σηματοδότηση,διαφήμιση,υπαινικτικός,υπονοούμενες,υπονοώντας,ενδεικτική

ανακοινώνω,δηλώνοντας,εξηγώντας,διακηρύσσοντας,περιγραφικός,ορθογραφία,διευκρινιστικός

smelled (of) => μύριζε (σαν), smell (of) => μυρωδιά (από), smears => λεκέδες, smatters => γνωρίζει ελάχιστα, smatterings => smattering,