Greek Meaning of smelt (of)
μυρίζω (σαν)
Other Greek words related to μυρίζω (σαν)
Nearest Words of smelt (of)
Definitions and Meaning of smelt (of) in English
smelt (of)
No definition found for this word.
FAQs About the word smelt (of)
μυρίζω (σαν)
αναφερόμενος,με γεύση/άρωμα (κάτι),σιωπηρός,αναφέρθηκε,Τετραγωνισμένο,σηματοδοτημένος,σηματοδοτημένο,προειδοποιημένος,υπαινίχθηκε,υπαινίχθηκε
ανακοινώθηκε,Δηλωθεί,διακήρυξε,περιγράφεται,εξηγήθηκε,γραμμένο με γράμματα,διασαφηνισμένο
smells => μυρωδιές, smelling (of) => Μυρίζοντας (από), smelled (of) => μύριζε (σαν), smell (of) => μυρωδιά (από), smears => λεκέδες,