FAQs About the word slaying

Definition not available

unlawful premeditated killing of a human being by a human beingof Slay

ανθρωποκτονία,φόνος,Αίμα,άτιμο παιχνίδι,Αιματοχυσία,χασάπικο,Σφαγή,Αποδεκάτιση,καταστροφή,ευθανασία

κινούμενος,ανατροφή,Αποκατάσταση,αναβιωτικό,θρεπτικός,ανάσταση,αναζωογονώντας

slayer => δολοφόνος, slawen => Σλάβοι, slaw => λάχανο σαλάτα, slavs => Σλάβοι, slavophile => Σλαβόφιλος,