Greek Meaning of shellac
γόμμα λακ
Other Greek words related to γόμμα λακ
- θάβω
- κρέμα
- σκόνη
- ισοπεδώνω
- κύριος
- ξεπερνώ
- επικόλληση
- φυγή
- δέρμα
- Καπνός
- πνίγω
- ρίχνω
- κορυφαίο
- Διακόσμηση
- αναστατωμένος
- κερί
- μαστίγιο
- φυσάω
- κάτω από το χιόνι
- ρυθμός
- καλύτερο
- καλύτερος
- καπέλο
- δείρω
- κατακτώ
- μεζούρα
- αποστολή
- Υπερβαίνω
- τέλος
- κατακλύζω
- σκορ
- σκάντζοχοιρος
- επιτυχία
- ξεπερνάω
- σκουπίζω
- παίρνω
- θράσι
- σάλπιγγα
- Τσαλαπατώ
- Ράπισμα
- ουάπ
- θόρυβος
- χειρότερος
- ξυλοφορτώνω κάποιον
- τρώω ζωντανά
- τρέχοντας γύρους γύρω
- τρέχει κύκλους γύρω από
- κερδίζω (τον)
- Καταστρέφω
- σκουπίζω κάποιον από τη γη
- Σπάω
- έκλειψη
- excel
- ακμάζω
- εμπόδιο
- απομίμηση
- ανατροπή
- βγάζω έξω
- ξεπερνώ
- υπερβαίνω
- επισκιάζω
- Ξεπερνάω
- αυταρχικός
- υπεροχή
- καταβάλλω
- ανατροπή
- πάνω από
- πιπ
- νιπτήρας
- Σφαγή
- καταπιέζω
- υποτάσσω
- υπερνικώ
- ξεπερνάω
- αναποδογυρίζω
- νικήσει
- Έξω
- Ξεπερνάω
- επικρατώ
- θριαμβεύω (επί)
Nearest Words of shellac
- shell stitch => Βελονιά κοχύλι
- shell shock => Βομβιστικός σοκ
- shell plating => Οπλισμός
- shell parakeet => κοκατίλ
- shell out => Πληρώνω πολλά
- shell jacket => Μπουφάν με κέλυφος
- shell ginger => Κοχύλι τζίντζερ
- shell game => Παιχνίδι με Κοχύλια
- shell entity => Κολοσσιαία οντότητα
- shell corporation => Εταιρεία βιτρίνα
Definitions and Meaning of shellac in English
shellac (n)
lac purified by heating and filtering; usually in thin orange or yellow flakes but sometimes bleached white
a thin varnish made by dissolving lac in ethanol; used to finish wood
shellac (v)
cover with shellac
shellac (n.)
See the Note under 2d Lac.
FAQs About the word shellac
γόμμα λακ
lac purified by heating and filtering; usually in thin orange or yellow flakes but sometimes bleached white, a thin varnish made by dissolving lac in ethanol; u
θάβω,κρέμα,σκόνη,ισοπεδώνω,κύριος,ξεπερνώ,επικόλληση,φυγή,δέρμα,Καπνός
No antonyms found.
shell stitch => Βελονιά κοχύλι, shell shock => Βομβιστικός σοκ, shell plating => Οπλισμός, shell parakeet => κοκατίλ, shell out => Πληρώνω πολλά,