Greek Meaning of serendipity
σερενδιπιτικότητα
Other Greek words related to σερενδιπιτικότητα
- ατύχημα
- αντιξοότητα
- Καταστροφή
- καταστροφή
- Κατάρα
- καταστροφή
- καταστροφή
- αποτυχία
- χτυπάω
- ατύχημα
- ατύχημα
- Θλίψη
- Τραγωδία
- πρόβλημα
- θύμα
- κατακλυσμός
- περίσταση
- ήττα
- μοίρα
- Απογοήτευση
- χάρος
- μοίρα
- λάθος
- απογοήτευση
- πολύ
- Ατυχία
- μερίδα
- ανατροπή
- αντίστροφο
- οπισθοχώρηση
- ήττα
- σιγοβράζω
- Δεκαεξαδικός
- γκαντεμιά
- κακοτυχία
- Μη επίτευξη
- γρουσουζιά
- αποτυχία
- λάθος
Nearest Words of serendipity
Definitions and Meaning of serendipity in English
serendipity (n)
good luck in making unexpected and fortunate discoveries
FAQs About the word serendipity
σερενδιπιτικότητα
good luck in making unexpected and fortunate discoveries
σύμπτωση,τύχη,ευλογία,δώρο,ευκαιρία,τύχη,Δώρο Θεού,χτύπημα,τύχη,ευκαιρία
ατύχημα,αντιξοότητα,Καταστροφή,καταστροφή,Κατάρα,καταστροφή,καταστροφή,αποτυχία,χτυπάω,ατύχημα
serendipitous => τυχαία, serenate => σερενάτα, serenata => σερενάτα, serenading => σερενάτα, serenader => σερεναδόρος,