Greek Meaning of serendipity

σερενδιπιτικότητα

Other Greek words related to σερενδιπιτικότητα

Definitions and Meaning of serendipity in English

Wordnet

serendipity (n)

good luck in making unexpected and fortunate discoveries

FAQs About the word serendipity

σερενδιπιτικότητα

good luck in making unexpected and fortunate discoveries

σύμπτωση,τύχη,ευλογία,δώρο,ευκαιρία,τύχη,Δώρο Θεού,χτύπημα,τύχη,ευκαιρία

ατύχημα,αντιξοότητα,Καταστροφή,καταστροφή,Κατάρα,καταστροφή,καταστροφή,αποτυχία,χτυπάω,ατύχημα

serendipitous => τυχαία, serenate => σερενάτα, serenata => σερενάτα, serenading => σερενάτα, serenader => σερεναδόρος,