Greek Meaning of sensually
sensually
Other Greek words related to sensually
Nearest Words of sensually
- sensualism => αισθησιασμός
- sensory system => αισθητηριακό σύστημα
- sensory receptor => Αισθητήριο
- sensory neuron => Αισθητήριος νευρώνας
- sensory nerve => Αισθητήριος νεύρος
- sensory hair => Αισθητήριο τρίχωμα
- sensory fiber => αισθητική ίνα
- sensory faculty => αίσθηση
- sensory epilepsy => Αισθητική επιληψία
- sensory deprivation => αισθητηριακή στέρηση
Definitions and Meaning of sensually in English
sensually (r)
in a sultry and sensual manner
sensually (adv.)
In a sensual manner.
FAQs About the word sensually
Definition not available
in a sultry and sensual mannerIn a sensual manner.
νόστιμος,απολαυστικό,πλούσιος,πολυτελής,ευχάριστος,σωματικός,σωματικός,σαρκικός,νόστιμο,ευχάριστος
σκληρός,οδυνηρός,άβολος,φάουλ,αποτρόπαιος,αηδιαστικός
sensualism => αισθησιασμός, sensory system => αισθητηριακό σύστημα, sensory receptor => Αισθητήριο, sensory neuron => Αισθητήριος νευρώνας, sensory nerve => Αισθητήριος νεύρος,