Greek Meaning of scratchiness
τραχύτητα
Other Greek words related to τραχύτητα
Nearest Words of scratchiness
Definitions and Meaning of scratchiness in English
scratchiness (n)
the roughness of a substance that causes abrasions
FAQs About the word scratchiness
τραχύτητα
the roughness of a substance that causes abrasions
οδοντωτό,ακανθώδης,ακανθώδης,ακανθώδης,τριχωτός,ξεβουρτσισμένο,Χοντρός,τραχύς,ακανθώδης
μεταξένιος,μαλακός,μεταξωτός,κατευναστικός
scratcher => ξυστούρα, scratched => γρατζουνισµένος, scratchbrush => συρμάτινη βούρτσα, scratchback => ξυστάρι πλάτης, scratch up => Γδάρνω,