Greek Meaning of sacredness

ιερότητα

Other Greek words related to ιερότητα

Definitions and Meaning of sacredness in English

Wordnet

sacredness (n)

the quality of being sacred

FAQs About the word sacredness

ιερότητα

the quality of being sacred

Αγκαλιασμός,καλοσύνη,αγιότητα,ηθική,ευθύτητα,θρησκευτικότητα,δικαιοσύνη,ιερότητα,πνευματικότητα,ευθύτητα

Διαφθορά,Αθεΐα,ασέβεια,ασέβεια,αμαρτωλότητα,ασέβεια,αθεΐα,κακία,βλασφημία,κακία

sacredly => ιερά, sacred writing => Ιερή γραφή, sacred trinity => Αγία Τριάδα, sacred text => ιερό κείμενο, sacred scripture => Ιερή Γραφή,