FAQs About the word rotisserie

Ροτισερι

an oven or broiler equipped with a rotating spit on which meat cooks as it turns, a restaurant that specializes in roasted and barbecued meats

κοτόπουλο για ψητό,τηγάνι,τηγάνι,Φούρνος μικροκυμάτων,φούρνος μικροκυμάτων,φούρνος,τοστιέρα,Σόμπα,τοστιέρα,Κουζίνα

No antonyms found.

roting => σάπιος, rotiform => Ροτιφόρμος, rotifera => Ροτιfera, rotifer => Αστεροειδής, rothschild => Ρότσιλντ,