Greek Meaning of questionary
ερωτηματολόγιο
Other Greek words related to ερωτηματολόγιο
- εξέταση
- ερώτημα
- Ιερά Εξέταση
- έρευνα
- δημοσκόπηση
- ερωτηματολόγιο
- έρευνα
- Μελέτη
- έρευνα
- έλεγχος
- εμβάθυνση
- διάγνωση
- διατριβή
- εξέταση
- εξερεύνηση
- ακρόαση
- έρευνα
- Επιθεώρηση
- αναστολή
- ανιχνευτής
- διερεύνηση
- αναζήτηση
- ερώτηση
- πρόκληση
- έλεγχος
- έλεγχος
- Αντεξέταση
- Κεραια
- ψησιμο
- ανάκριση
- ερώτημα
- κουίζ
- επανεξέταση
- επανέλεγχος
- δίκη
Nearest Words of questionary
- questionably => Αμφισβητήσιμα
- questionableness => Αμφισβητησιμότητα
- questionable => αμφισβητήσιμος
- questionability => Αμφισβητησιμότητα
- question time => Ωρα ερωτήσεων
- question of law => Νομική ερώτηση
- question of fact => ερώτημα γεγονότων
- question master => Κυρίαρχος σε ερωτήσεις
- question mark => Ερωτηματικό σημείο
- question => ερώτηση
Definitions and Meaning of questionary in English
questionary (a.)
Inquiring; asking questions; testing.
questionary (n.)
One who makes it his business to seek after relics and carry them about for sale.
A set of questions for submission to a group of persons for the purpose of bringing out their resemblances and differences in the matter considered. The questionary method is a recognized form of psychological investigation.
FAQs About the word questionary
ερωτηματολόγιο
Inquiring; asking questions; testing., One who makes it his business to seek after relics and carry them about for sale., A set of questions for submission to a
εξέταση,ερώτημα,Ιερά Εξέταση,έρευνα,δημοσκόπηση,ερωτηματολόγιο,έρευνα,Μελέτη,έρευνα,έλεγχος
No antonyms found.
questionably => Αμφισβητήσιμα, questionableness => Αμφισβητησιμότητα, questionable => αμφισβητήσιμος, questionability => Αμφισβητησιμότητα, question time => Ωρα ερωτήσεων,