FAQs About the word pretty boys

Definition not available

dandy sense 1, a man who is notably good-looking

μνηστήρες,φιλαράκια,Μπο Μπρούμελ,ωραίος,Μπακς,φιγουρίζες,γαλανα,σαλταδόροι,μακαρόνια,λεπίδες

γουρούνια,Σλοβένος

pretty boy => όμορφο αγόρι, pretty (up) => όμορφο (πάνω), pretties => οι πιο όμορφες, prettied (up) => ωραιότερο (πάνω), pretexts => προσχήματα,