Greek Meaning of postulational
παραδοσιακός
Other Greek words related to παραδοσιακός
Nearest Words of postulational
- postulation => αίτημα
- postulate => αξίωμα
- postulant => δοκιμαζόμενος
- posttraumatic stress disorder => Διαταραχή μετατραυματικού στρες
- posttraumatic epilepsy => Μετατραυματική επιληψία
- posttraumatic amnesia => Μετατραυματική αμνησία
- postscript => Υ.Γ.
- post-rotational nystagmus => Μεταστροφικός νυσταγμός
- postprandial => μεταγευματικός
- postpositive => υστεροθεσικός
Definitions and Meaning of postulational in English
postulational (a)
of or relating to or derived from axioms
FAQs About the word postulational
παραδοσιακός
of or relating to or derived from axioms
υπόθεση,Υπόθεση,Θεωρία,πίστη,δεδομένος,υποθετικός,εάν,προκείμενη,προκήρυξη,υπόθεση
πρόκληση,αμφισβητώ,αρνούμαι,απιστία,έκπτωση,δυσφήμηση,διαμάχη,δυσπιστία,αμφιβολία,ερώτηση
postulation => αίτημα, postulate => αξίωμα, postulant => δοκιμαζόμενος, posttraumatic stress disorder => Διαταραχή μετατραυματικού στρες, posttraumatic epilepsy => Μετατραυματική επιληψία,