Greek Meaning of plantable
φυτικό
Other Greek words related to φυτικό
Nearest Words of plantable
- plant virus => Φυτικός ιός
- plant toxin => Φυτικό δηλητήριο
- plant tissue => Φυτικός ιστός
- plant substance => Φυτική ουσία
- plant structure => <br>;δομή φυτού
- plant scientist => Βοτανολόγος
- plant product => φυτικό προϊόν
- plant process => διαδικασία εργοστασιακής μονάδας
- plant part => Μέρος του φυτού
- plant organ => φυτικό όργανο
- plantae => Φυτό
- plantage => Φυτεία
- plantagenet => Πλανταγενέτη
- plantagenet line => Πλανταγενέτες
- plantaginaceae => Πλανταγινίδες
- plantaginales => Πλανταγινώδη
- plantago => Αρμυρίθρα
- plantago lanceolata => Βερμπούδα λεπτόφυλλη
- plantago major => Βαμβακούλα ή βεργούλα ή βρούλα ή σταυρωνάκι ή γλυστρίδα
- plantago media => Πλαντάγκο
Definitions and Meaning of plantable in English
plantable (a.)
Capable of being planted; fit to be planted.
FAQs About the word plantable
φυτικό
Capable of being planted; fit to be planted.
εργοστάσιο,μύλος,κατάστημα,εργοστάσιο,έργα,Εργαστήριο,στούντιο,εκμεταλλευτικό εργαστήριο,Χώρος εργασίας,Εργαστήριο
συγκεντρώνω,συγκομιδή,συγκομιδή
plant virus => Φυτικός ιός, plant toxin => Φυτικό δηλητήριο, plant tissue => Φυτικός ιστός, plant substance => Φυτική ουσία, plant structure => <br>;δομή φυτού,