Greek Meaning of plantable

φυτικό

Other Greek words related to φυτικό

Definitions and Meaning of plantable in English

Webster

plantable (a.)

Capable of being planted; fit to be planted.

FAQs About the word plantable

φυτικό

Capable of being planted; fit to be planted.

εργοστάσιο,μύλος,κατάστημα,εργοστάσιο,έργα,Εργαστήριο,στούντιο,εκμεταλλευτικό εργαστήριο,Χώρος εργασίας,Εργαστήριο

συγκεντρώνω,συγκομιδή,συγκομιδή

plant virus => Φυτικός ιός, plant toxin => Φυτικό δηλητήριο, plant tissue => Φυτικός ιστός, plant substance => Φυτική ουσία, plant structure => <br>;δομή φυτού,