Greek Meaning of perish
perish
Other Greek words related to perish
- πτώση
- αγόρασέ το
- έλεγχος έξω
- κράζω
- θάνατος
- θάνατος
- αναχωρείν
- εξαφανίζω
- τέλος
- Έξοδος
- λήγει
- ξεθωριάζω
- πηγαίνω
- διαβιβάζω (σε)
- βγαίνει
- υποκύπτω
- Δαγκώνω σκόνη
- Αγόρασε τη φάρμα
- conk (out)
- καταναλίσκω
- σταγόνα
- στεγνώνω
- επίπεδη γραμμή
- παραιτήθηκαν το φάντασμα
- ξεκινώ
- έναρξη
- κλωτσάω τον κουβά
- μέρος
- κρεμάω
- ξεσπάω
- προαποθνήσκω
- να σβήνω
Nearest Words of perish
Definitions and Meaning of perish in English
perish (v)
pass from physical life and lose all bodily attributes and functions necessary to sustain life
perish (v. i.)
To be destroyed; to pass away; to become nothing; to be lost; to die; hence, to wither; to waste away.
perish (v. t.)
To cause perish.
FAQs About the word perish
Definition not available
pass from physical life and lose all bodily attributes and functions necessary to sustain lifeTo be destroyed; to pass away; to become nothing; to be lost; to d
πτώση,αγόρασέ το,έλεγχος έξω,κράζω,θάνατος,θάνατος,αναχωρείν,εξαφανίζω,τέλος,Έξοδος
αναπνέω,έρχομαι,ζωντανά,είναι,υπάρχω,αναβιώνω,ακμάζω,καθυστερώ,ευημερείν,επιβιώνω
periselene => περισελήνιον, periscopic => περισκοπικός, periscope => Περισκόπιο, periscii => periscii, periscians => περιισκιοι,