Greek Meaning of paradisiacal

παραδεισένιος

Other Greek words related to παραδεισένιος

Definitions and Meaning of paradisiacal in English

Wordnet

paradisiacal (s)

relating to or befitting Paradise

Webster

paradisiacal (a.)

Of or pertaining to paradise; suitable to, or like, paradise.

FAQs About the word paradisiacal

παραδεισένιος

relating to or befitting ParadiseOf or pertaining to paradise; suitable to, or like, paradise.

μακάριος,μακάριος,ουτοπικός,αγγελικός,αγγελικός,ουράνιος,Κοσμικό,κοσμικός,γαλαξιακός,ολυμπιακός

χθόνιος,χθόνιος,επίγειος,κολασμένος,διαβολικός,καθημερινό,θειώδης,χερσαίος,κοσμικός,δυστοπικός

paradisiac => παραδείσιος, paradised => παραδεισένιος, paradisean => παραδεισέν, paradisea liliastrum => στρελίτσια, paradise tree => Δέντρο του παραδείσου,