Greek Meaning of optically
optically
Other Greek words related to optically
Nearest Words of optically
- optical telescope => Οπτικό τηλεσκόπιο
- optical pyrometer => Οπτικό πυρόμετρο
- optical prism => Οπτικό πρίσμα
- optical phenomenon => Οπτικό φαινόμενο
- optical opacity => οπτική αδιαφάνεια
- optical maser => οπτικό μασέρ
- optical lens => Οπτικός φακός
- optical instrument => Οπτικό όργανο
- optical illusion => οπτική ψευδαίσθηση
- optical glass => οπτικό γυαλί
Definitions and Meaning of optically in English
optically (r)
in an optical manner
optically (adv.)
By optics or sight; with reference to optics.
FAQs About the word optically
Definition not available
in an optical mannerBy optics or sight; with reference to optics.
Οπτικός,οπτικός,οφθαλμικός,εστίαση,βλέποντας,τυφλός
Μη οπτικός
optical telescope => Οπτικό τηλεσκόπιο, optical pyrometer => Οπτικό πυρόμετρο, optical prism => Οπτικό πρίσμα, optical phenomenon => Οπτικό φαινόμενο, optical opacity => οπτική αδιαφάνεια,