Greek Meaning of once in a while

πότε πότε

Other Greek words related to πότε πότε

Definitions and Meaning of once in a while in English

Wordnet

once in a while (r)

sporadically and infrequently

FAQs About the word once in a while

πότε πότε

sporadically and infrequently

τώρα,Πότε-πότε,περιστασιακά,μερικές φορές,πού και πού,κατά καιρούς,από καιρό σε καιρό,εδώ κι εκεί,περιοδικά,κάποιες φορές

πάντα,συνήθως,συχνά,ανά ώρα,πολύς,συχνά,συχνά,συνήθως,τακτικά,συνήθως

once and for all => μια για πάντα, once again => πάλη, once => μία φορά, onappo => onappo, onagri => όναγρος,