Greek Meaning of on-the-job

επί τόπου

Other Greek words related to επί τόπου

Definitions and Meaning of on-the-job in English

FAQs About the word on-the-job

επί τόπου

Απασχόληση,θέση,ανάρτηση,ραντεβού,χωρητικότητα,Καριέρα,σύνδεση,προσλαμβάνω,λειτουργία,γραφείο

χόμπι,ανεργία,ανεργία

ontario => Οντάριο, on-street => στο δρόμο, onstead => αντί, onstage => στη σκηνή, onslaught => επίθεση,