Greek Meaning of officers
αξιωματικοί
Other Greek words related to αξιωματικοί
- αστυνομικοί
- αστυνομικοί
- αστυνομικοί
- μπάτσοι
- χάλκινα νομίσματα
- ντετέκτιβ
- Χωροφύλακες
- επιθεωρητές
- ερευνητές
- υπηρέτες του νόμου
- Αστυνομία
- αστυνομικοί
- σερίφηδες
- Στρατιώτες
- ταύροι
- καπετάνιοι
- Πλατυποδία
- χνούδι
- γαλότσες
- υπολοχαγοί
- μαρσάλες
- λόρδοι
- άνδρες
- Εργαζόμενοι
- περιπολίες
- αστυνομικοί
- Οι ντεντέκτιβ
- αστυνομικές δυνάμεις
- Αστυνομίνες
- ιδιωτικοί ντετέκτιβ
- ιδιωτικοί ερευνητές
- λοχίες
- ντετέκτιβ
- σέρλοκ
- Αιμοκυνοειδή
- ντετέκτιβ
Nearest Words of officers
Definitions and Meaning of officers in English
officers
one charged with police duties, a person given the responsibility of enforcing the law, commissioned officer, one who holds an office of trust, authority, or command, the master or any of the mates of a merchant or passenger ship, a person who holds an office, one charged with administering or enforcing the law, a person who holds a commission in the armed forces, to command or direct as an officer, to furnish with officers, agent, one who holds a position of authority or command in the armed forces
FAQs About the word officers
αξιωματικοί
one charged with police duties, a person given the responsibility of enforcing the law, commissioned officer, one who holds an office of trust, authority, or co
αστυνομικοί,αστυνομικοί,αστυνομικοί,μπάτσοι,χάλκινα νομίσματα,ντετέκτιβ,Χωροφύλακες,επιθεωρητές,ερευνητές,υπηρέτες του νόμου
Πολίτες
officeholders => κατέχοντες αξίωμα, offhandedness => αδιαφορία, offers => προσφορές, offerings => προσφορές, offensives => επελάσεις,