FAQs About the word numerousness

πολυπληθία

a large number

αναρίθμητοι,πολλά,πολλαπλές,διάφορα,όλα τα είδη,αναρίθμητος,αρκετοί,μερικά,διάφοροι,πολύ

λίγοι,περιορισμένος,Αριθμήσιμος

numerous => πολυάριθμοι, numerosity => αριθμητικότητα, numerology => Αριθμολογία, numerologist => αριθμολόγος, numerological => αριθμολογικός,