Greek Meaning of numerousness
πολυπληθία
Other Greek words related to πολυπληθία
Nearest Words of numerousness
Definitions and Meaning of numerousness in English
numerousness (n)
a large number
FAQs About the word numerousness
πολυπληθία
a large number
αναρίθμητοι,πολλά,πολλαπλές,διάφορα,όλα τα είδη,αναρίθμητος,αρκετοί,μερικά,διάφοροι,πολύ
λίγοι,περιορισμένος,Αριθμήσιμος
numerous => πολυάριθμοι, numerosity => αριθμητικότητα, numerology => Αριθμολογία, numerologist => αριθμολόγος, numerological => αριθμολογικός,