Greek Meaning of nourisher
τροφοδότης
Other Greek words related to τροφοδότης
- αποθαρρύνω
- επιτάσσω
- απαγορεύω
- απογοητεύω
- εμποδίζω
- αναστέλλω
- αποτρέπω
- απαγορεύω
- απαγόρευση
- μπάρα
- μάχη
- έλεγχος
- μάχη
- μετρητής
- μάχη
- εμποδίζω
- απαγορεύω
- αντιτίθεμαι
- παράνομος
- απαγορεύω
- καταπιέζω
- πνίγω
- καταπιέζω
- καταπιέζω
- ανταγωνίζομαι (με)
- σύλληψη
- Βαρύνω
- σταματώ
- εμποδίζω
- Καθυστερημένος
- Κολοκύθα
- πνίγω
- παρεμβάλλω (σε)
- σβήνω
Nearest Words of nourisher
Definitions and Meaning of nourisher in English
nourisher (n.)
One who, or that which, nourishes.
FAQs About the word nourisher
τροφοδότης
One who, or that which, nourishes.
καλλιεργώ,ενθαρρύνω,αναθρέφω,θρέφω,προωθώ,πρόοδος,Βοήθεια,μπροστά,εφεξής,επωάζω
αποθαρρύνω,επιτάσσω,απαγορεύω,απογοητεύω,εμποδίζω,αναστέλλω,αποτρέπω,απαγορεύω,απαγόρευση,μπάρα
nourished => θρεμμένος, nourishable => θρεπτικό, nourish => θρέφω, nourice => βρεφοκόμος, nounize => ουσιαστικοποιώ,