FAQs About the word natively

εγγενώς

By natural or original condition; naturally; originally.

ιθαγενής,Αυτοχθόνας,αυτόχθον,γεννημένος,Εσωτερικός,ενδημικός,Τοπικός,πρωτότυπο,περιφερειακός

εξωγήινος,Εξωτικός,ξένος,εισήχθη,μη αυτόχθον,μη ντόπιο,ομογενής,μετανάστης,εισαγόμενος,περίεργο

native-born => Γηγενής, native sulphur => Γηγενές θείο, native sulfur => αυτοφυής θείον, native steel => Εγγενής χάλυβας, native speaker => γηγενής ομιλητής,