Greek Meaning of musically

μουσικά

Other Greek words related to μουσικά

Definitions and Meaning of musically in English

Wordnet

musically (r)

in a musical manner

Webster

musically (adv.)

In a musical manner.

FAQs About the word musically

μουσικά

in a musical mannerIn a musical manner.

Στίχοι,λυρικός,μελωδικός,ευφωνος,μελωδικός,γλυκός,μελωδικός,γλυκός,χρυσός,μελωδικός

αποσυνδεδεμένο,ασύμφωνος,δυσαρμονικός,σκληρός,δυσαρμονικός,ενοχλητικός,στριγγός,αντιλυρικός,δυσμουσικός,σίτα

musicality => μουσικότητα, musicale => μιούζικαλ, musical time signature => Χρονικό μέτρο, musical time => Μουσικός χρόνος, musical theme => μουσικό θέμα,