Greek Meaning of mongrelize

μιγαδικοποιώ

Other Greek words related to μιγαδικοποιώ

Definitions and Meaning of mongrelize in English

Wordnet

mongrelize (v)

cause to become a mongrel

Webster

mongrelize (v. t. & i.)

To cause to be mongrel; to cross breeds, so as to produce mongrels.

FAQs About the word mongrelize

μιγαδικοποιώ

cause to become a mongrelTo cause to be mongrel; to cross breeds, so as to produce mongrels.

Υβρίδιο,μικτός,ψυχρός,σταυρός,διασταύρωση,υβριδοποιημένος,ψυχρός,σταυρωμένος,διυβριδικός,βαθμός

αιματηρός,καθαρόαιμος,καθαρόαιμος,καθαρόαιμος,αγωνιστικό άλογο,ενδογαμικός,Γενεαλογικό δέντρο,καθαρόαιμος,Λινοκαλλιέργεια,καθαρόαιμο

mongrelise => ανακατεύω, mongrel => μουλάρι, mongooses => Μαγκούστες, mongoose => Μαγκούστα, mongoos => μαγκούστα,